- ἀθλητικοῦ
- ἀθλητικόςofmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Δομάζος, Μίμης — (Αθήνα 1941 –). Ποδοσφαιριστής. Ο αποκαλούμενος στρατηγός του ελληνικού ποδοσφαίρου συνέδεσε στην πολύχρονη καριέρα του το όνομά του με ορισμένες από τις σημαντικότερες επιτυχίες του αθλητισμού της χώρας. Ξεκίνησε το ποδόσφαιρο στην Άμυνα… … Dictionary of Greek
διαιτησία — (Νομ.). Ειδικός τρόπος επίλυσης των διαφορών, ύστερα από συμφωνία των ενδιαφερομένων, χωρίς τη μεσολάβηση των συνηθισμένων δικαιοδοτικών οργάνων (δικαστηρίων). Η δ. ως βοηθητικός θεσμός της στενά εννοούμενης δικαιοδοτικής λειτουργίας, υφίσταται,… … Dictionary of Greek
διαιτητής — Διευθυντής αθλητικού αγώνα, που επιβλέπει τη διεξαγωγή του ώστε να τηρούνται οι κανονισμοί. Ο δ. έχει, επομένως, το δικαίωμα να τιμωρεί τα σφάλματα και να επικυρώνει το τελικό αποτέλεσμα. Το έργο του δ. βοηθούν πάντα οι αξιωματούχοι του αγώνα (οι … Dictionary of Greek
ημίχρονο — το (αθλ.) καθένα από τα δύο ισόχρονα τμήματα ενός αθλητικού αγώνα ομαδικού αθλήματος (όπως τού ποδοσφαίρου, τής καλαθόσφαιρας κ.ά.), μεταξύ τών οποίων παρεμβάλλεται ολιγόχρονο διάλειμμα που διαιρεί τον αγώνα σε α και β ημίχρονο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι … Dictionary of Greek
ισοφαρίζω — (ΑΜ ἰσοφαρίζω) 1. εξισώνω ποσοτικά κάτι προς κάτι άλλο, αντισταθμίζω («ισοφαρίζω τα έξοδά μου προς τα έσοδα») 2. εξισώνομαι, γίνομαι ίσος ποσοτικά με κάποιον («κέρδη και ζημίες ισοφαρίζουν») νεοελλ. (αθλ.) επιτυγχάνω το ίδιο αποτέλεσμα στη… … Dictionary of Greek
καγιάκ — Στενόμακρη βάρκα που χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν οι κάτοικοι της Αρκτικής για να ψαρεύουν. Σήμερα χρησιμοποιείται από ορισμένους Εσκιμώους του Καναδά και της Γροιλανδίας. Ο διχτυωτός σκελετός του κ. κατασκευάζεται από ξύλο ή κόκαλο και… … Dictionary of Greek
καραμπίνα — (carabina). Κοντό και ελαφρύ φορητό όπλο, που εφευρέθηκε περίπου στα τέλη του 15ου αι. Ο σωλήνας της μπορεί να φέρει εσωτερικές ραβδώσεις, οπότε εκσφενδονίζει μόνο ένα βλήμα, ή να είναι λείος (κυνηγετική κ.), οπότε εκτοξεύει μικρές σφαίρες. Τον… … Dictionary of Greek
ομάλιξις — ὁμάλιξις, ἡ (Α) [ομαλίζω] ισοπέδωση τής άμμου τού αθλητικού ή παλαιστικού στίβου … Dictionary of Greek
περιπόρφυρος — ον, Α (κυρίως για ένδυμα) αυτός που έχει πορφυρή παρυφή («λινοῑ περιπόρφυροι χιτωνίσκοι», Κράτ.) 2. φρ. α) «περιπόρφυρος ἐσθής [τήβεννα ή τήβεννος]» λευκό ένδυμα με πλατιά πορφυρή παρυφή το οποίο φορούσαν οι Ρωμαίοι συγκλητικοί τις καθημερινές β) … Dictionary of Greek